ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

Βασικό αντικείμενο της Δικαστικής Γραφολογίας είναι η διερεύνηση και διαπίστωση της γνησιότητας ή της πλαστότητας γραφής και εγγράφων. Συγκεκριμένα η Δικαστική Γραφολογία καλείται να ταυτίσει την υπό έλεγχο γραφή με τον γραφέα που την παρήγαγε, μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης, σύγκρισης και αξιολόγησης, ή να την αποσυνδέσει από πρόσωπα που δεν έχουν ανάμειξη με τη χάραξή της.

Η Δικαστική Γραφολογία ως θετική επιστήμη εδράζεται στο αξίωμα ότι η γραφή ορώμενη από ένα γενετικό-μπιχεβιοριστικό πρίσμα είναι ένα ατομικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθοριζόμενο από παράγοντες φυσιολογίας και μηχανικής του ανθρώπινου σώματος, επηρεαζόμενο από διαδικασίες μάθησης. Ο καθορισμός αυτός της γραφής από παράγοντες φυσιολογίας, ψυχολογίας και γενετικής, όπως και η έντονη αλληλεπίδραση της γραφής με εξωτερικούς παράγοντες (επιφάνεια γραφής, μέσο γραφής, γωνία γραφής, συνθήκες γραφής κλπ), οι οποίοι δύνανται να τη μεταβάλλουν, την καθιστά ένα εξατομικευμένο φαινόμενο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, η γραφή ενός ατόμου τείνει να ξεφύγει από την διδαγμένη στο σχολείο γραφή (copybook style), η οποία είναι κοινή για όλα τα άτομα της ίδιας ηλικίας, γεωγραφικής περιοχής και χρονικής περιόδου, και να αποκτήσει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτές οι ιδιαιτερότητες που εκλαμβάνονται ως παρεκκλίσεις από την νόρμα αποτελούν ένα από τα κρισιμότερα χαρακτηριστικά για την σύγκριση του γραφικού χαρακτήρα.

Σχετικά με τη διαδικασία που απαιτείται προκειμένου να παραχθεί γραφή οι Brault και Plamondon αναφέρουν:

«Για κάθε λέξη, κάθε γράμμα σχηματίζεται αφότου περάσει από τρία επίπεδα απεικόνισης:

 

  • Το γράφημα (grapheme): την έννοια του γράμματος χωρίς συγκεκριμένη μορφή.

 

  • Το αλλόγραφο (allograph): αναπαράσταση για συγκεκριμένο τύπο γράμματος.

 

  • Tη γραφή (graph): απεικονίζοντας την ακολουθία των καταλλήλων κινήσεων για το σχηματισμό του γράμματος.»

 

Αυτά τα τρία στάδια περιγράφουν την νοητική διαδικασία η οποία ακολουθείται από την εκτέλεση των καταλλήλων κινήσεων με ενεργοποίηση των κατάλληλων μυών με τη σωστή σειρά που απαιτείται για να σχηματιστεί η γραφή.

H γραφή πρέπει να θεωρείται ως μεταβαλλόμενη συμπεριφορά. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, για λόγους οικονομίας, δεν καταχωρεί γράμματα, αλλά λεπτές μυϊκές κινήσεις (fine motor movements), ο συνδυασμός των οποίων δημιουργεί γραφικές τροχιές και αυτές με την σειρά τους σχηματισμούς (γράμματα). Πάνω σε αυτό το γενικό πλαίσιο γραφής δημιουργούνται παραλλαγές, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση την αναπτυξιακής λειτουργίας. Οι παραλλαγές αυτές είναι αποτέλεσμα της συναισθηματικής και βιολογικής κατάστασης του γραφέα αλλά και εξωγενών παραγόντων. Το ιδιαιτέρως σύνθετο ανθρώπινο σύστημα είναι στατιστικώς απίθανο να βρεθεί στην ίδια ακριβώς κατάσταση που βρισκόταν όταν έγραφε το αμφισβητούμενο κείμενο, ώστε ο πραγματογνώμονας σε περίπτωση που το αμφισβητούμενο και το γνωστό δείγμα γραφής είναι απολύτως όμοια μπορεί χωρίς περαιτέρω έρευνα να απορρίψει το ένα ή και τα δύο ως πλαστά. Κατά συνέπεια, είναι δεδομένο πως ο πραγματογνώμονας θα συναντήσει διαφορές στα συγκρινόμενα κείμενα, διαφορές που μπορεί να είναι και δραματικές εξ αιτίας μεταβολών στην κατάσταση του γραφέα ή στις εξωτερικές συνθήκες. Εδώ ακριβώς τίθεται το σημαντικότερο ζήτημα μεθοδολογίας, δηλαδή πότε οι παραλλαγές αυτές είναι φυσικές και πότε είναι ενδείξεις πλαστογραφίας. Αν η έντονη σταθερότητα, με την έννοια οποιασδήποτε έλλειψης παραλλαγής, είναι ένδειξη πως το αμφισβητούμενο και το γνωστό δείγμα γραφής είναι ομοιότυπα ( δηλαδή εμφανίζεται μηδενική παραλλαγή, η οποία συνοδευόμενη και από κάποιους άλλους παράγοντες υποδεικνύει πλαστογραφία), από την άλλη οι έντονες διαφορές πρέπει να προκαλέσουν το ερώτημα όχι μόνο εάν το αμφισβητούμενο κείμενο γράφηκε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες αλλά και αν γράφηκε από άλλο άτομο από αυτό από το οποίο φέρεται πως γράφηκε. Κατά συνέπεια, ο πυρήνας της γραφολογικής σύγκρισης βρίσκεται στην διαδικασία διάκρισης ανάμεσα στη σχετική σταθερότητα της γραφής των δύο πιθανολογούμενων γραφέων, αυτού δηλαδή που υποτίθεται πως έγραψε το αμφισβητούμενο κείμενο και αυτού που υποτίθεται πως έγραψε το γνωστό. Σε περίπτωση που παρά τις όποιες διαφορές, ο πραγματογνώμονας διαγιγνώσκει σταθερότητα, τότε μπορεί να καταλήξει πως το κείμενο είναι γνήσιο.

Τα χαρακτηριστικά της της γραφής μπορούν να διαιρεθούν σε δύο βασικές κατηγορίες:

Γενικά χαρακτηριστικά:

Χαρακτηριστικά τα οποία βρίσκονται σε κάθε δείγμα γραφής (όπως π.χ. τύπος συνεκτικών γραμμών ανάμεσα στα γράμματα, μέγεθος, πλάτος, βαθμός συνένωσης, κλίση, αναλογίες, δυναμικές τροχιών).

Ειδικά χαρακτηριστικά:

Αυτά αποτελούν ιδιαιτερότητες της κίνησης, του σχήματος και της χωρικής τοποθέτησης, οι οποίες δεν υπάρχουν κατ’ ανάγκη σε κάθε γραφικό χαρακτήρα (π.χ. μισά ή διακοπτόμενα γράμματα, μονογράμματα [ligatures], αρχικές ή τελικές γραμμές, ανωμαλίες στην πίεση, ιδιομορφίες γραφικών σχηματισμών κλπ).

Το σύνολο αυτό εμπεριέχει τη δυνατότητα ύπαρξης άπειρων χαρακτηριστικών και σύμφωνα με την βιβλιογραφία κατέχει αυξημένη αξία αναγνώρισης. Κατά την γραφολογική διερεύνηση αναλύεται η υπό έλεγχο γραφή στα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά της, εξετάζεται η δομή και η ποιότητα χάραξης και γίνεται έλεγχος προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ενδείξεις παραχάραξης ή πλαστογραφίας, και να διαπιστωθεί το ενιαίο και ομοιογενές της χάραξης.

Το ίδιο πραγματοποιείται και για τη δειγματική γραφή, και εφόσον αποδειχθεί ότι η α)η υπό έλεγχο γραφή, στο σύνολό της αποτελεί προϊόν φυσιολογικής χάραξης ενός μόνο γραφέα και β)η δειγματική γραφή, στο σύνολό της αποτελεί προϊόν φυσιολογικής χάραξης ενός μόνο γραφέα, ακολουθεί η σύγκριση και η αξιολόγηση των γνωρισμάτων των δύο γραφών, όπου ο δικαστικός γραφολόγος εντοπίζει ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα δύο σύνολα γραφής. Για να καταστεί σαφής η μεθοδολογία που ακολουθείται χρησιμοποιούμε τους ακόλουθους ορισμούς:

Ομοιότητες:

Εικονογραφικά και δομικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται συμβατά ανάμεσα στο σύνολο της υπό έλεγχο γραφής και το σύνολο της δειγματικής γραφής.

Οι ομοιότητες μπορούν να παρατηρηθούν συναρτήσει του τρόπου όπου οι χαράξεις συνδέονται σε ένα γράμμα, συνδυασμό γραμμάτων και λεκτικών σχηματισμών, και τη σχετική τοποθέτηση των γραφημάτων.

Διαφορές:

Εικονογραφικά και δομικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται ανόμοια στο σύνολο της υπό έλεγχο γραφής και το σύνολο της δειγματικής γραφής.

Οι διαφορές μπορούν να παρατηρηθούν βάση ενός ή περισσοτέρων συνδυασμών χαρακτηριστικών όπως η ροή του ίχνους της γραμμής ή τον τρόπο όπου οι χαράξεις συνδέονται εντός ενός γράμματος, συνδυασμού γραμμάτων και λεκτικών σχηματισμών, και τη σχετική τοποθέτηση των γραφημάτων.

Πρέπει, εδώ να καταστεί σαφές πως η ποιότητα και η ποσότητα του υπό εξέταση κειμένου επηρεάζουν και την ορθότητα της τελικής κρίσης περί γνησιότητας ή πλαστότητας. Χρειάζεται κατά συνέπεια ένα minimum ποσότητας κειμένου, το οποίο με τη σειρά του επιδεικνύει ένα minimum ποσό γενικών και ειδικών χαρακτηριστικών, ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση του γραφέα. Κατά την έρευνα τίθεται ένα ελάχιστο όριο, κάτω από το οποίο η αναγνώριση είναι αδύνατη ή ιδιαιτέρως γενικευμένη ώστε να έχει δικαστική αξία.

Στο στάδιο της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της ανάλυσης και σύγκρισης των γραφών για την διαμόρφωση του συμπεράσματος, δεν γίνεται αριθμητικά αντιπαραβολή των ομοιοτήτων έναντι των διαφορών αλλά γίνεται αξιολόγηση σύμφωνα με της αρχές της Δικαστικής Γραφολογίας, κατά τις οποίες η ταυτοποίηση ή η διαφοροποίηση δύο συγκρινόμενων γραφών βασίζεται αντίστοιχα στην απουσία ή στην παρουσία αδικαιολογήτων διαφορών. Σχετικά, ο Ordway Hilton γράφει: «Η ταυτοποίηση δύο συγκρινόμενων γραφών,(δηλαδή ότι προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο) βασίζεται όχι μόνο στον όμοιο συνδυασμό χαρακτηριστικών (ομοιότητες) μία προϋπόθεση που πάντα πρέπει να υπάρχει, αλλά επίσης και στην συνυπάρχουσα απουσία διαφορών μεταξύ τους.»

 

«Είναι βασικό αξίωμα για την διαπίστωση της προελεύσεως δύο γραφών, ότι ένας περιορισμένος αριθμός διαφορών μεταξύ τους, ακόμα και με παρουσία αριθμού σημαντικών ομοιοτήτων (strong similarities) ελέγχουν και αποδεικνύουν με ακρίβεια, διαφορετική προέλευσή τους».

 

Επίσης ο Wilson R. Harrison αναφέρει: «Ο κανόνας είναι απλός: οποιαδήποτε χαρακτηριστικά και εάν έχουν όμοια δύο γραφές, οι γραφές αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο εάν περιέχουν έστω και μία σταθερή διαφορά σε όποιο χαρακτηριστικό τους το οποίο να είναι βασικό στη δομή της γραφής και του οποίου η παρουσία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί».